-
1 ένορκον
-
2 ἔνορκον
-
3 ἔνορκος
ἔνορκ-ος, ον,A having sworn, bound by oath, ἔνορκόν τινα θέσθαι to bind one by oath, S.Ph. 811;ἔ. λαμβάνειν τὸν Ἀθηναίων δῆμον Aeschin.3.90
, cf. 2.116, Arist.Rh. 1396b19: c. dat. pers.,ἔ. οὐδενί S.Ph.72
.2 = ἔνσπονδος, included in a treaty, Th.2.72.II that whereto one is sworn,θεῶν ἔ. δίκη S.Ant. 369
(lyr.);ἔνορκον [εἶμεν] τοῖς ἐπιϝοίκοις μἠποστᾶμεν IG9(1).334.11
(V B.C.); παρακαταθήκην ἔνορκον εἰληφὼς παρὰ τῶν νόμων, of the jurors, D.25.11;ἔ. προσφώνησις Stud.Pal.22.184.88
(ii A. D.);ἔνορκόν τι καταστῆσαι Aeschin.2.176
;τῷ μὴ βουλομένῳ μὴ εἶναι ἔνορκον συμμαχεῖν X.HG6.3.18
; of a decree, Rev.Ét.Gr.24.415 (Itanos, ii B. C.); ἔνορκον ποιεῖσθαι to bind oneself by oath, Pl.Phd. 89c; ἔνορκον ἐποίσει τὴν ψῆφον, Lat. juratus feret sententiam, D.H.7.45. Adv. , Ath.6.274e, Poll.1.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνορκος
-
4 κομάω
A let the hair grow long,Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542
; , al.;κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168
; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib. 180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib. 191;τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28
;ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189
;ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212
;Λακεδαιμόνιοι.. οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82
, cf. Arist.Rh. 1367a29, Philostr.VA3.15;ἐλακωνομάνουν ἅπαντες.., ἐκόμων Ar.Av. 1282
; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) ;κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh. 1413a9
, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίν .. Pl.Phd. 89c;ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14
-15.2 plume oneself, give oneself airs, , cf. Pl. 170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V. 1317;μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl. 572
;κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45
, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.II of horses,χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42
, 13.24.III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer. 454;μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165
;ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133
, cf. 4.57;αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928
;ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41
;ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu. 397a24
, cf. Ael.Fr.75;κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23
.V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092. -
5 ἔνθινος
ἔνθῑνος [(A)], ον, Cret.,A = θεῖος (in the sense of εὐσεβής), ἔνορκον τε ἔστω καὶ ἔ. GDI5039.11
([place name] Hierapytna), cf. 5041.7 (ibid.); cf. θῖνος.------------------------------------ἔνθῐνος [(B)],Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνθινος
-
6 ἔνθινος 2
ἔνθινος 2.Grammatical information: adj.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: from ἔνθεος (Cret. *ἔνθιος) and θέϊνος (Cret. *θί-ινος \> θῖνος; after ἀνθρώπινος) contaminated. - Cf. Bechtel Dial. 2, 724.Page in Frisk: 1,517Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔνθινος 2
См. также в других словарях:
ἔνορκον — ἔνορκος having sworn masc/fem acc sg ἔνορκος having sworn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένορκος — η, ο (AM ἔνορκος, ον) [όρκος] αυτός που επικυρώνεται με όρκο (α. «ένορκος κατάθεση» β. «παρακαταθήκην ἔνορκον», Δημοσθ.) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ένορκοι πολίτες οι οποίοι εκλέγονται με κλήρο από κατάλογο και απαρτίζουν μαζί με το… … Dictionary of Greek